σκουφάτος

σκουφάτος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που φορεί σκούφο
2. (για τα πουλιά) αυτός που φέρει στο κεφάλι λοφίο από φτερά («όρνιθα σκουφάτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκούφος + κατάλ. -άτος (πρβλ. λεμον-άτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκουφάτος — η, ο 1. αυτός που φοράει σκούφο. 2. (για πουλιά) αυτός που έχει λοφίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”